κουρελόχαρτο

κουρελόχαρτο
το
1. σκισμένο χαρτί, χαρτί κουρελιασμένο.
2. μτφ., έγγραφο χωρίς καμιά αξία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κουρελόχαρτο — το 1. σχισμένο ή τσαλακωμένο χαρτί 2. χαρτονόμισμα ή έγγραφο χωρίς καμιά αξία …   Dictionary of Greek

  • κωλοσφούγγι — το 1. μέσο και ιδίως χαρτί με το οποίο καθαρίζει κάποιος τον πρωκτό του 2. κάθε χαρτί ή έγγραφο που δεν έχει καμιά αξία, κουρελόχαρτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”